réunir - translation to
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

réunir - translation to


réunie      
{ adj } ({ fém } от réuni)
réunir      
объединять/объединить; собирать/собрать ; созывать/созвать ;
réunir deux paragraphes - объединить два параграфа;
réunir des preuves (des amis, des fonds pour les sinistrés) - собрать доказательства (друзей, средства для пострадавших);
réunir une assemblée (les députés) - созвать собрание (депутатов);
соединять/соединить (с + I), связывать/связать (с + I);
un couloir réunit ces deux salles - эти два зала соединяются коридором;
ce canal réunit la Volga et le Don - этот канал соединяет Волгу с Доном;
réunir les deux extrémités d'une corde - связать оба конца верёвки;
присоединять/присоединить (к + D);
réunir une région à la république fédérée - присоединить область к союзной республике;
il réunit en lui les qualités de son père et de sa mère - он соединяет в себе достоинства отца и матери
réuni      
{ adj } ({ fém } - réunie)
объединенный, соединенный
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για réunir
1. Un ouvrage dont l‘ambition est de les réunir tous et de ne réunir qu‘eux.
2. Je voulais absolument réunir Tom Jobim et Joao Gilberto.
3. En Hongrie, la commémoration devait réunir la sc';ne musicale.
4. Lexécutif communal devrait se réunir aujourdhui pour son installation officielle.
5. Le Conseil fédéral a prévu de se réunir mardi prochain.